συνοικονομώ

συνοικονομώ
-έω, Α
1. (για εκτελεστή διαθήκης, επίτροπο ή κηδεμόνα) διαχειρίζομαι από κοινού
2. χρησιμοποιώ κάτι μαζί με κάτι άλλο σε χημική επεξεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οἰκονομῶ «διαχειρίζομαι, διευθετώ» (< οἰκονόμος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”